υδροκινόνη

υδροκινόνη
η, Ν
χημ. οργανική αρωματική χημική ένωση, διφαινόλη που περιέχεται υπό μορφή γλυκοζίτη στο φυτό αγριοκουμαριά και χρησιμοποιείται ως εμφανιστής στη φωτογραφική, αλλ. π-διυδροξυβενζόλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + κινόνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βέλερ, Φρίντριχ — (Friedrich Wohler, Έρσερσχαϊμ 1800 – Γκέτινγκεν 1882). Γερμανός χημικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική, αλλά αφοσιώθηκε στη χημεία και έφτασε σε τόσο σημαντικά αποτελέσματα ερευνών ώστε θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους χημικούς της εποχής του.… …   Dictionary of Greek

  • βενζόλιο ή βενζένιο — Οργανική ουσία αρωματικού χαρακτήρα, η οποία αποτελείται από 6 άτομα άνθρακα και 6 άτομα υδρογόνου. Την ανακάλυψε το 1825 ο Φαραντάι στο ελαιώδες υπόλειμμα του φωταερίου και το παρασκεύασε για πρώτη φορά συνθετικά ο Μπερτελό το 1866… …   Dictionary of Greek

  • φαινόλες — Αρωματικές οργανικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας ή περισσότερων υδροξυλικών ομάδων. Οι φ. μπορούν να θεωρηθούν παράγωγα των αρωματικών υδρογονανθράκων, αφού σε αυτά αντικαθίστανται ένα ή περισσότερα από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”